- ερωτομανία
- η1.ηερωτική μανία.2. (ιατρ.), διανοητική παράκρουση που εκδηλώνεται με ιδέες και ενδιαφέροντα ερωτικά στην ψυχή του άρρωστου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐρωτομανία — ἐρωτομανίᾱ , ἐρωτομανία raving love fem nom/voc/acc dual ἐρωτομανίᾱ , ἐρωτομανία raving love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτομανίᾳ — ἐρωτομανίᾱͅ , ἐρωτομανία raving love fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτομανία — και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) [ερωτομανής] μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας νεοελλ. παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο τού άλλου φύλου ή… … Dictionary of Greek
ἐρωτομανίας — ἐρωτομανίᾱς , ἐρωτομανία raving love fem acc pl ἐρωτομανίᾱς , ἐρωτομανία raving love fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτομανίαν — ἐρωτομανίᾱν , ἐρωτομανία raving love fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτομανιακός — ή, ό [ερωτομανία] 1. αυτός που αναφέρεται στην ερωτομανία («ερωτομανιακό σύμπτωμα») 2. αυτός που πάσχει από ερωτομανία, ο ερωτομανής … Dictionary of Greek
αγγελοπετριά — η 1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος 2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως 3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό 4. ερωτομανία, ερωτοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά] … Dictionary of Greek
ερωμανία — η (AM ἐρωμανία) [ερωμανής] η ερωτομανία … Dictionary of Greek
ερωτομανής — ές και ερωμανής, ές (AM ἐρωτομανής, ές και ἐρωμανής, ές) αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε ερωτική έξαψη νεοελλ. αυτός που πάσχει από ερωτομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
ερωτομανώ — και ερωμανώ (AM ἐρωτομανώ και ἐρωμανῶ, έω) [ερωτομανής] είμαι ερωτομανής νεοελλ. πάσχω από ερωτομανία … Dictionary of Greek